Έντονες αντιδράσεις και οργή συνεχίζει να προκαλεί μεταξύ των συγγενών των θυμάτων, των εγκαυματιών και του ακροατηρίου η χθεσινή απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με τους 104 νεκρούς, τον Ιούλιο του 2018.

Η οργή για την απόφαση, που δίνει αναστολή στους έξι καταδικασθέντες και επιβάλλει μόνο τριετή φυλάκιση στον άνθρωπο, που έβαλε την φωτιά, αποτυπώνεται και στα κοινωνικά δίκτυα με απαξιωτικές εκφράσεις για την σύνθεση του δικαστηρίου.

Το δικαστήριο έκρινε ένοχους 6 από τους συνολικά 21 κατηγορούμενους, αποφασίζοντας την ομόφωνη αθώωση των υπολοίπων 15 από όλες τις κατηγορίες.

Το δικαστήριο επέβαλε στους καταδικασθέντες ποινές από 3 έως 111 χρόνια, με εκτιτέα μόνο τα 5 έτη, ορίζοντας πως οι ποινές μετατρέπονται σε χρηματικές (προς 10 ευρώ την ημέρα) με τα ποσά να κυμαίνονται γύρω στις 40.000 ευρώ στον καθένα.

Σωτήρης Τερζούδης, αρχηγός επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος: ποινή φυλάκισης 111 ετών.
Βασίλης Ματθαιόπουλος, υπαρχηγός επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος: ποινή φυλάκισης 15 ετών.
Ιω. Φωστιέρης, διοικητής του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων: ποινή φυλάκισης 111 ετών.
Νικ. Παναγιωτόπουλος, διοικητής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αθηνών: ποινή φυλάκισης 111 ετών.
Χαράλαμπος Χιόνης, διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής: ποινή φυλάκισης 111 ετών.
Κων. Αγγελόπουλος, κάτοικος που φέρεται να έβαλε την πυρκαγιά: ποινή φυλάκισης 3 ετών.

Ελεύθεροι μέχρι το εφετείο

Σύμφωνα με την δυνατότητα, που δίνει ο Ποινικός Κώδικας, οι καταδικασθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι ως το Εφετείο, καθώς η έφεσή τους έχει αναστέλλουσα δύναμη. Μέχρι τότε, επίσης, δεν είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν τα χρήματα της εγγύησης.

Οι ποινές φυλάκισης ορίζονται ως εξής: ως ποινή βάσης επιβλήθηκε φυλάκιση 2 ετών για κάθε νεκρό, ενώ αποδίδονται 102 ανθρωποκτονίες από αμέλεια στους τέσσερις ενόχους. Συνεπώς, για τους τέσσερις καταδικασθέντες επιβάλλεται φυλάκιση 204 χρόνια, αλλά εκτίουν το ήμισυ της ποινής, σύμφωνα με ό,τι προβλέπεται, άρα 102 έτη.

Στους τέσσερις υπηρεσιακούς επιβλήθηκε ποινή 102 χρόνων, λοιπόν, και ακόμα εννέα ετών λόγω σωματικών βλαβών από αμέλεια, σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Συνολικά, για τους τέσσερις ενόχους, οι ποινές φτάνουν στα 111 χρόνια.

Ωστόσο, επειδή έχουν κριθεί ως πλημμεληματικού χαρακτήρα, οι κριθέντες -πρωτοβάθμια- ως ένοχοι δεν μπορούν να εκτίσουν πάνω από 5 χρόνια φυλάκισης. Ακόμα κι αν, μετά από έφεση, αυξηθεί η ποινή βάσης, π.χ. 4 έτη για κάθε ανθρωποκτονία από αμέλεια, τα χρόνια που είναι εκτιτέα θα παραμείνουν πέντε.

Οι ποινές μετατρέπονται σε χρηματικές

Επιπλέον, εκ του νόμου, μετατρέπονται οι πλημμεληματικές ποινές σε χρηματικές: με 10 ευρώ την ημέρα το ποσό φτάνει στα 18.000 ευρώ, περίπου, για πέντε χρόνια, το οποίο, όμως, με προσαυξήσεις, προσεγγίζει τις 40.000 ευρώ, που είναι και το τελικό ποσό. Ωστόσο, όπως προείπαμε, οι καταδικασθέντες, πρωτοβαθμιαίως, αφέθηκαν ελεύθεροι μέχρι το εφετείο. Καθώς έχει αναστέλλουσα δύναμη η έφεσή τους, δεν θα φυλακιστούν, ούτε είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν μέχρι να τελεσιδικήσει το εφετείο.
Φωνές, κατάρες, ουρλιαχτά και καρέκλες -Φυγαδεύτηκαν οι κατηγορούμενοι

Η απόφαση αυτή προκάλεσε την οργή του ακροατηρίου με κάποιους να ξεσπούν σε λυγμούς και άλλους να φωνάζουν.

Ξεχείλισε η οργή των συγγενών

Μόλις ανακοινώθηκαν οι εξαγοράσιμες ποινές στους κατηγορούμενους ξεχείλισε η οργή των συγγενών, ενώ η ένταση κορυφώθηκε με την ανακοίνωση της προέδρου για τη λύση της συνεδρίασης και χρειάστηκε η επέμβαση της Αστυνομίας.

Ακούστηκαν φωνές, κατάρες, ουρλιαχτά, κλάματα, ακόμα και ειρωνικά χειροκροτήματα, ενώ κάποιοι κινήθηκαν προς το μέρος των κατηγορουμένων. Μάλιστα, συγγενείς επιτέθηκαν στους κατηγορούμενους ακόμα και με καρέκλες.

«Το δικαστήριό σας είναι προσβολή στους νεκρούς, στους ζωντανούς και στην αλήθεια» φώναξαν συγγενείς, αφότου το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφαση για την ενοχή 6 ατόμων και την αθώωση 15 εκ των κατηγορουμένων.

«Να κάνουμε κανέναν έρανο… Ντροπή…», είπε κάποιος. «Άμα καιγόταν ένα δημόσιο πρόσωπο θα ήταν κακούργημα. Αλλά εμείς είμαστε για ένα πλημμέλημα. Εμείς έχουμε μόνο τάφους», φώναξε μια κοπέλα. «Σήμερα τους καίτε ξανά», έλεγαν άλλοι συγγενείς. «Ντροπή σας φώναζαν».

Ορισμένοι κινήθηκαν προς την έδρα και τους κατηγορουμένους πετώντας ακόμα και καρέκλες. Οι κατηγορούμενοι φυγαδεύτηκαν από την είσοδο που χρησιμοποιούν οι δικαστές.

Την οργή και την έντονη αγανάκτησή του εξέφρασε χθες  ο Θανάσης Μωραΐτης, ο οποίος είδε τη μητέρα του να χάνει τη ζωή της στο Μάτι, στην πολύνεκρη φωτιά που κατέκαψε τα πάντα το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018.

Κυβέρνηση: Οι ποινές επιβλήθηκαν με τις ευμενέστερες διατάξεις που θέσπισε ο ΣΥΡΙΖΑ

Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, μιλώντας στην ΕΡΤ, περιέγραψε το νομικό πλαίσιο υπό το οποίο εκδόθηκε η απόφαση, το οποίο διαμόρφωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Μεταξύ άλλων επισήμανε ότι «το 2019, μετά από αυτό το φοβερό έγκλημα το 2018, ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν τότε στην κυβέρνηση, άλλαξε την τελευταία μέρα τον Ποινικό Κώδικα, ενώ είχε γίνει αυτό. Και οι διατάξεις, γενικώς, του Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ κατέστησαν ευμενέστερες για τους κατηγορούμενους. Άρα, λοιπόν, η δίκη αυτή έγινε με βάση τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ».

Από τη πλευρά του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, σε ανάρτηση του επισήμανε το κίνδυνο παραγραφής των αδικημάτων που έχουν χαρακτηριστεί πλημμεληματικά και σημείωσε ότι «προκαλεί ευλόγως εντύπωση η αφωνία εκείνων που, αναλόγως την υπόθεση, μετατρέπονται σε λαϊκούς δικαστές και σήμερα δεν έχουν να πουν ούτε μισή λέξη για το νομικό πλαίσιο κάτω από το οποίο εξεδόθη αυτή η απόφαση».
Ο κίνδυνος παραγραφής

Να σημειωθεί πως είναι ορατός ο κίνδυνος παραγραφής, καθώς τα αδικήματα παραγράφονται στα 8 χρόνια, άρα τον Ιούλιο του 2026. Γι’ αυτό και απαιτείται κυριολεκτικά αγώνας δρόμου από τη Δικαιοσύνη, προκειμένου να προλάβει στις προθεσμίες να εκδώσει αμετάκλητες αποφάσεις.

Εξ ου και οι πληροφορίες ότι η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, θα ζητήσει από τον προϊστάμενο της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου, Χριστόφορο Λινό, την επίσπευση της καθαρογραφής της δικαστικής απόφασης, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος παραγραφής των αδικημάτων, ώστε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να προσδιοριστεί όσο το δυνατόν συντομότερα.