Έφεση ασκήθηκε από την Εισαγγελία Εφετών στην απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για την τραγωδία στο Μάτι, κάτι που σημαίνει ότι θα ξανακαθίσουν στο εδώλιο όλοι οι κατηγορούμενοι.

Η έφεση ασκήθηκε για το σκέλος των αθωώσεων, τα ελαφρυντικά και τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική. Η έφεση δεν αφορά μόνο τον ηλικιωμένο που έβαλε τη φωτιά που είχε ποινή 3 χρόνων γιατί νομικά δεν μπορούσε να ασκηθεί.

Μετά από παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, η Εισαγγελία Εφετών κινήθηκε άμεσα και, μέσα στο χρονικό περιθώριο των δέκα ημερών που δίνει ο νόμος, άσκησε την έφεση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων θα καθίσουν συνολικά 20 κατηγορούμενοι, τόσο οι καταδικασθέντες όσο και οι αθωωθέντες. Η έφεση ασκήθηκε από τον εισαγγελέα εφετών Σπυρίδωνα Παππά.

Όπως αναφέρθηκε η πρόεδρος του τριμελούς πλημμελειοδικείου, ξεκινά την καθαρογραφή της απόφασης, ώστε να μην υπάρξει παραγραφή αδικημάτων, ενώ η δίκη στο εφετείο μπορεί να ξεκινήσει ακόμη και τον Ιούνιο. Ως εκ τούτου, η υπόθεση θα επανεξεταστεί στο σύνολό της σε δεύτερο βαθμό.

Παράλληλα, αγώνα δρόμου έχει ξεκινήσει η Δικαιοσύνη για την καθαρογραφή της απόφασης, προκειμένου η δίκη σε δεύτερο βαθμό, στο Εφετείο δηλαδή, να ξεκινήσει μέσα στο 2024, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος της παραγραφής, η οποία επέρχεται τον Ιούλιο του 2026.

Μπορούν να επιβληθούν μεγαλύτερες ποινές

Για την κίνηση του Εισαγγελέα να ασκήσει έφεση στην απόφαση της δίκης για το Μάτι αλλά και το ποιες θα μπορούσαν να είναι οι ποινές για τους κατηγορουμένους, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μίλησε στην εκπομπή «UPDATE» του ΕΡΤNews ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή της Αθήνας, Χρίστος Μυλωνόπουλος.

Αναφορικά με το τι σηματοδοτεί η έφεση στην απόφαση για το Μάτι ο κ. Μυλωνόπουλος εξηγεί: «Ο εισαγγελέας όταν ασκεί έφεση, αποστερεί από τους κατηγορούμενους το δικαίωμα να επικαλεστούν απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης τους.

Δηλαδή, ενώ ο κανόνας είναι ότι στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση του κατηγορουμένου όταν ασκεί την έφεση ο εισαγγελέας, αυτός ο κανόνας δεν ισχύει και μπορεί να καταστεί χειρότερη η θέση του κατηγορουμένου. Μπορεί δηλαδή να επιβληθεί στον κατηγορούμενο βαρύτερη ποινή, αυτό είναι το βασικό».

Σχετικά με το γιατί δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος ο κ. Μυλωνόπουλος σημειώνει ότι «όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί από πολλούς που επικρίνουν τους επικριτές της απόφασης, δεν μπορούν οι εξωτικοί, εκείνοι δηλαδή που δεν έχουν μετάσχει στη δίκη και δεν γνωρίζουν τη δικογραφία, να γνωρίζουν τα interna corporis, τα εσωτερικά, δηλαδή, της δικογραφίας.

Όμως εδώ έχει υπάρξει ένα ατόπημα νομοθετικό. Δηλαδή ο νομοθέτης του Ποινικού Κώδικα του 2019 αποστέρησε από τον δικαστή τη δυνατότητα να επιβάλει ποινή που να υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.

Ενώ δηλαδή μέχρι το 2019 μπορούσε, στην περίπτωση αυτή, ένα δικαστήριο να επιβάλει επί πολλαπλής ανθρωποκτονίας εξ αμελείας ποινή μέχρι δέκα χρόνια, η δυνατότητα αυτή εξέλιπε και το δικάσαν δικαστήριο δεν μπορούσε να την έχει.

Θα έπρεπε να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος

Από κει και πέρα το δικαστήριο μπορούσε να κινηθεί σε ποινή μόνο μέχρι πέντε χρόνια, έστω και αν μεταγενέστερα ο νομοθέτης επανήλθε στην ίδια ρύθμιση και έδωσε σε δικαστήρια που θα δικάζουν πλέον πολλαπλές ανθρωποκτονίες από αμέλεια, τη δυνατότητα να επιβάλλει ποινή, όχι μέχρι δέκα αλλά μέχρι οκτώ χρόνια.

Για το μεσοδιάστημα ισχύει ο νεότερος ποινικός νόμος. Γιατί δεν ασκήθηκε σε βαθμό κακουργήματος, δεν μπορώ να το ξέρω. Λυπάμαι, πάντως, διότι θα έπρεπε να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος».

Αναφορικά με το εάν το δικαστήριο σε δεύτερο βαθμό θα είχε τη δυνατότητα να θεωρήσει ότι η δίωξη θα μπορούσε, να αναβαθμιστεί σε κακουργηματική, με ενδεχόμενο δόλο δηλαδή και με την έννοια αυτή να κριθεί η υπόθεση με τη συμμετοχή ενόρκων από άλλο δικαστήριο ο κ. Μυλωνόπουλος απαντά:

«Υπάρχουν δύο τινά. Πρώτον, θα πρέπει η έφεση για να ευδοκιμήσει, να είναι αιτιολογημένη. Εννοώ η έφεση του εισαγγελέα, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο.

Το δεύτερο είναι ότι θεωρητικά έχει τη δυνατότητα το Εφετείο, να κρίνει ότι είναι αναρμόδιο και να θεωρήσει ότι η πράξη είναι κακούργημα. Αυτή η λογική έχει τον εξής μεγάλο κίνδυνο, κανένας δεν μας εγγυάται ότι αν παραπεμφθεί στο καθ’ υπόθεση αρμόδιο δικαστήριο που είναι για τα κακουργήματα, ότι και αυτό το δικαστήριο θα εμμείνει στο ότι πρόκειται περί κακουργήματος και δεν θα το θεωρήσει πλημμέλημα, οπότε μέχρι τότε θα έχει παραγραφεί.

Το τρίτο που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι όταν λέμε για ενδεχόμενο δόλο, δεν εννοούμε ενδεχόμενο δόλο ως προς τη θανάτωση.

Κανένας από τους εμπλεκόμενους δεν μπορούμε να πούμε εμείς, οι εκτός της υπόθεσης, αλλά ως προς την έκθεση, έτσι όπως τα έχουμε πληροφορηθεί, νομίζω ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει ενδεχομένως δόλο».

Για το ποιες θα ήταν οι ποινές σε μια τέτοια περίπτωση ο κ. Μυλωνόπουλος σχολιάζει πως «πάλι ο Ποινικός Κώδικας του 2019 έκανε το θαύμα του, διότι η θανατηφόρα έκθεση με τον παλιό Ποινικό κώδικα τιμωρείται με ποινή κάθειρξης 6 έως 20 ετών, ενώ με τον νέο κώδικα τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως 10 ετών.