Από καρδιακή ανακοπή, ενώ έκανε αιμοκάθαρση πέθανε σε ηλικία 73 ετών ο Βαγγέλης Ρωχάμης, ο διαβόητος κακοποιός, ληστής και δραπέτης των δεκαετιών του ’80 και του ’90.

Ο Βαγγέλης Ρωχάμης είχε αποφυλακιστεί το 2000 και έκτοτε ζούσε στο Λευκαντί της Εύβοιας. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο της Χαλκίδας. Σύμφωνα με πληροφορίες, στις 12 το μεσημέρι έπαθε ανακοπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αιμοκάθαρσης.

Ο Βαγγέλης Ρωχάμης γεννήθηκε το 1951 στην Εύβοια και πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 2024, στα 73 του χρόνια, ενώ νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο της Χαλκίδας.

Μέλος πολυμελούς οικογένειας, σε ηλικία 16 ετών ξεκίνησε να εργάζεται με σκοπό τη συντήρησή της. Στη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του στη Σύρο (1971) και επειδή δεν του χορηγήθηκε άδεια προκειμένου να επισκεφθεί τη νεογέννητη κόρη του, απέδρασε από το στρατόπεδο. Κατηγορήθηκε επίσης για κλοπή μοτοποδηλάτου και ήλθε σε προστριβή με ανωτέρους του στον στρατό, οπότε και έλαβε προσωρινή αναβολή.

Το 1976 φυλακίστηκε για την κλοπή που πραγματοποίησε στο ταχυδρομείο του χωριού του. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 πήρε άτυπο διαζύγιο από τη σύζυγό του και για λίγους μήνες μετέβη στην Κύπρο. Το 1980 συνελήφθη για απόπειρα πώλησης κλεμμένων τηλεοράσεων και φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό.
Τον Δεκέμβριο του 1981 πρωταγωνίστησε στην πρώτη στάση κρατουμένων στις φυλακές.

Έχει πραγματοποιήσει πάνω από δέκα αποδράσεις από τις φυλακές Κορυδαλλού, Χαλκίδας, Κέρκυρας και Αλικαρνασσού. Στις αποδράσεις του τον βοήθησαν φίλοι, ενώ στην απόκρυψή του βοήθησαν γυναίκες. Είχε αποφυλακιστεί με βούλευμα τον Απρίλιο του 2000 και έκτοτε ζούσε στο Λευκαντί της Εύβοιας.

Ζωή χωρίς ενοχές για όσα έκανε και έζησε

Δεκαέξι χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, το 2016, ο Βαγγέλης Ρωχάμης είχε μιλήσει για όλους και για όλα στην εκπομπή «Βράδυ» και στον Πέτρο Κωστόπουλο, ενώ είχε περιγράψει τη ζωή του χωρίς ενοχές για όσα έκανε και έζησε.

«Δεν μετανιώνω για τίποτα» είχε απαντήσει στην ερώτηση για το τι θα άλλαζε αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. «Από μικρό παιδί έβλεπα γουέστερν και μου άρεσαν οι “κακοί”, τα παλικάρια».

Όταν η κουβέντα πήγε στις αποδράσεις του και ο Βαγγέλης Ρωχάμης θυμήθηκε ότι έφυγε ως… δικηγόρος από τον Κορυδαλλό, κάτι που θυμίζει Hollywood, όπως είχε επισημάνει ο Πέτρος Κωστόπουλος, είπε:

«Για να πάμε στο επισκεπτήριο περνούσαμε τουλάχιστον δέκα πόρτες. Άλλες ήθελαν κλειδιά και άλλες όχι. Όταν περνούσαμε από τη γραμματεία, είδα ότι τα κλειδιά ήταν περασμένα σε ένα ταμπλό. Όταν τα είδα την πρώτη φορά, φρόντισα να έχω ένα κομμάτι πλαστελίνης μαζί μου.

Όταν πέρναγα από εκεί -συνήθως όταν επέστρεφε από τα δικαστήρια- και είχα χρόνο δέκα λεπτά μέχρι να έρθει η σειρά μου, έπαιρνα ένα κλειδί και μπαμ (το έβαζε πάνω στην πλαστελίνη). Πέρασαν δέκα μήνες, ίσως και χρόνος, για να πάρω τα 5-6 κλειδιά που χρειαζόμουν. Τα έδινα σε κάποιον έξω και μου τα έφτιαχνε.

Το να ανοίξεις όλες τις πόρτες ήταν θέμα υπομονής. Τις δύο τελευταίες τις άνοιξαν μόνοι τους, από εκεί που έφευγαν οι δικηγόροι, γιατί έτσι έφυγα. Είχα ντυθεί σαν δικηγόρος».

Επίσης, ο Βαγγέλης Ρωχάμης είχε παραδεχθεί ότι είχε βοήθεια από κάποιον φίλο, ο οποίος του είχε ανοίξει την πόρτα πριν από την κεντρική.

Στο ταβερνάκι του στο Λευκαντί Εύβοιας

Σε ένα από τα ρεπορτάζ για την ζωή του Ρωχάμη μετά την αποφυλάκιση αναφερόταν ότι ο άνθρωπος που ταυτίστηκε απόλυτα με την παρανομία είχε γίνει μετά την αποφυλάκισή του  ίσως ο πιο νομοταγής πολίτης της χώρας μας και φορολογικά άψογος.

Ο Βαγγέλης Ρωχάμης άφησε πίσω του τις περιπέτειες του παρελθόντος και ζούσε ήσυχα στο χωριό Λευκαντί του Βασιλικού Ευβοίας. Είχε δημιουργήσει μάλιστα και μια ταβέρνα και απολάμβανε την ηρεμία και τη γαλήνη της νέας ζωής του.

Η ταραχώδης ζωή του Ρωχάμη τα προηγούμενα χρόνια ανήκει οριστικά και αμετάκλητα στο παρελθόν. Ο άνθρωπος που έχει κυνηγηθεί από την ελληνική Αστυνομία περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον απολάμβανε μια ήσυχη ζωή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου είχε δημιουργήσει τη δική του ταβέρνα, το «Λιμανάκι», και αποτελούσε υπόδειγμα νομοταγούς πολίτη.

Έγραφαν τότε οι δημοσιογράφοι:

“Κόβει αποδείξεις, προσφέρει ωραίο φαγητό δίπλα στη θάλασσα και φιλοξενεί στο μαγαζί του από απλούς ανθρώπους μέχρι διασήμους όπως ο Γιώργος Μαργαρίτης και ο Θέμης Αδαμαντίδης! «Το Λιμανάκι του Ρωχάμη», μάλιστα, έχει γίνει must στην περιοχή, όπου ο πρώην διαβόητος κακοποιός δίνει τον καλύτερο εαυτό του προκειμένου οι πελάτες (και φίλοι του) να έχουν άριστη εξυπηρέτηση”.

Πως πήρε το όνομα “Πεταλούδας”

Το όνομα του Ρωχάμη ήταν για περίπου τριάντα χρόνια συνώνυμο της παρανομίας. Οι αλλεπάλληλες αποδράσεις του από τις φυλακές όπου κρατούνταν κατά καιρούς του προσέδωσαν το προσωνύμιο «Πεταλούδας», αφού ήταν αμέτρητες οι φορές που κορόιδεψε τους αστυνομικούς και κατάφερε να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια τους, κάνοντας τους πάντες να απορούν.

Το όνομα πήρε από το αντίστοιχο στην ταινία “Ο Πεταλούδας”, κατά κόσμον Ανρί Σαριέρήταν. Αυτός ήταν ένας κατάδικος από τη Γαλλία που κατέγραψε το χρονικό της απόδρασής του από τη Νέα Γουινέα και κατάφερε να σημειώσει ρεκόρ πωλήσεων όταν η ιστορία της ζωής του εκδόθηκε σε βιβλίο.

Η ιστορία του, που αγγίζει τα όρια του θρύλου, έγινε ακόμα πιο γνωστή το 1973 όταν μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστές τον Στιβ Μακ Κουιν στον ομώνυμο ρόλο και συμπρωταγωνιστή τον Ντάστιν Χόφμαν.

Ο Στιβ Μακ Κουίν στην ταινία “Ο Πεταλουδας”.

Ο διακαής πόθος του Ρωχάμη για ελευθερία και η λατρεία που είχε για τις αποδράσεις τον έκαναν τον Νο1 καταζητούμενο στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Έζησε 22 χρόνια στις φυλακές, εκτίοντας ποινές για κλοπές και ληστείες, αλλά σχεδόν πάντα έβρισκε τρόπους για να αποδράσει.

«Ακόμα κι όταν βρισκόμουν στην απομόνωση, ένιωθα ελεύθερος», είχε εξομολογηθεί. Δεν σκότωσε ποτέ άνθρωπο και γι’ αυτό ήταν αρκετά συμπαθής ακόμα και στους αστυνομικούς. Έχουν υπάρξει πολλές αναφορές που τον θέλουν να συζητά για ώρες με τους διώκτες του κάθε φορά που τον έπιαναν μετά από κάποια απόδραση. Μάλιστα, χαρακτηριστική είναι η δήλωση των αστυνομικών που τον κυνηγούσαν: «Ο Ρωχάμης είναι από τους λίγους που φοράνε παντελόνια».

“Πλέον, όμως, όλα αυτά αποτελούν ένα μακρινό παρελθόν. Ο Βαγγέλης Ρωχάμης βρήκε επιτέλους τον τόπο που τον έκανε να μείνει εκεί για πάντα, χωρίς να θέλει να αποδράσει!

Το λιμανάκι στο Λευκαντί Ευβοίας είναι το τοπίο που αγάπησε περισσότερο από καθετί άλλο και εκεί δημιούργησε με μεράκι την ταβέρνα του όπου πλέον φιλοξενεί τους αγαπημένους φίλους του αλλά και όλους τους πελάτες, προσφέροντας καλό φαγητό και ωραία ατμόσφαιρα.

Ο Ρωχάμης, άλλωστε, ήταν πάντα άνθρωπος που του άρεσε η παρέα. Ωστόσο, η προηγούμενη ζωή του στους δρόμους και η συναναστροφή του με παρανόμους δεν του επέτρεπε να κάνει φιλίες, πλέον όμως ο άλλοτε μέγας δραπέτης απολαμβάνει τα γλέντια στην ταβέρνα του με τους πιστούς και φανατικούς θαμώνες”.