Σε υψηλή ετοιμότητα παραμένει ο κρατικός μηχανισμός, προκειμένου να αντιμετωπιστούν μαζικές απουσίες και ελλείψεις προσωπικού, εξαιτίας της ισχυρής μεταδοτικότητας της νέας παραλλαγής Όμικρον, ιδιαίτερα στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και των δημοσίων υπηρεσιών.  

Πολλά θα κριθούν μέχρι την Κυριακή 16 Ιανουαρίου, οπότε τίθεται σε εφαρμογή το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού για όλους τους πολίτες ηλικίας άνω των 60 ετών (προβλέποντας επιβολή διοικητικού προστίμου 100 ευρώ για τους αρνητές).

Ωστόσο φαίνεται να απομακρύνεται  το ενδεχόμενο επέκτασης του μέτρου στους πολίτες άνω των 50 ετών, καθώς η εμβολιαστική κάλυψη στην Ελλάδα έχει ανέλθει ήδη σε ποσοστό 82%.

Από την εφορία το πρόστιμο των 100 ευρώ 

Κυβερνητικοί αξιωματούχοι διαβεβαιώνουν ότι τα πρόστιμα των 100 ευρώ τον μήνα για τους ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών θα καταλογιστούν από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, όπως ακριβώς προβλέπεται από την ψηφισθείσα ρύθμιση η οποία έχει οριστεί να ενεργοποιηθεί από την αρχή της εβδομάδας.

Την Δευτέρα 17 Ιανουαρίου εκπνέουν τα υφιστάμενα υγειονομικά μέτρα, τα οποία είχαν ληφθεί κατά τις ημέρες των γιορτών, καθώς τις τελευταίες ώρες κερδίζει έδαφος στο εσωτερικό της κυβέρνησης η συζήτηση περί άρσης των υγειονομικών περιορισμών.
Συγκεκριμένα, κατά πληροφορίες, μετά τις 17 Ιανουαρίου ενδέχεται να αρθούν τα περιοριστικά μέτρα στην εστίαση και τη διασκέδαση, ενώ θα επιστρέψει και η μουσική στους ίδιους χώρους.
Επτά μήνες θα ισχύει η βεβαίωση 

Στην αλλαγή του χρόνου ισχύος του πιστοποιητικού εμβολιασμού προχώρησε ήδη από χθες η κυβέρνηση, με τον Υπουργό Υγείας Θάνο Πλεύρη να ανακοινώνει ότι: «Από 1η Φεβρουαρίου, όποιος δεν έχει κάνει την αναμνηστική δόση και έχει κλείσει το 7μηνο, θα λογίζεται ως ανεμβολίαστος, δηλαδή το πιστοποιητικό θα ισχύει μεν, γιατί είναι ευρωπαϊκό πιστοποιητικό που ισχύει 9 μήνες, αλλά δεν θα μπορεί να έχει τα προνόμια και τα πλεονεκτήματα ως προς την πρόσβαση στους κλειστούς χώρους και στις άλλες δραστηριότητες που είναι για τους αμιγώς για εμβολιασμένους».

«Για να το πούμε απλά», εξήγησε ο Υπουργός Υγείας «όσοι συμπολίτες μας αυτή τη στιγμή έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό με δύο δόσεις, θα πρέπει να έχουν κάνει την αναμνηστική δόση στους 7 μήνες από τότε που είχαν κάνει τη δεύτερη δόση. Ως καταληκτική ημερομηνία είναι η 1η Φεβρουαρίου».

Όσον αφορά τους εμβολιασμένους πολίτες που νόσησαν το τελευταίο διάστημα από κορωνοϊό ο Υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Γιώργος Γεωργαντάς διευκρίνισε πως «δεν ισχύει το πιστοποιητικό εμβολιασμού για εκείνον που νοσεί για τις ημέρες της νόσησης ή της ανάρρωσης. Διακόπτεται η ισχύς του και επανέρχεται εκ νέου μετά την παρέλευση των ημερών της νόσησής του», δηλαδή ενεργοποιείται και πάλι το πιστοποιητικό εμβολιασμού μετά το πέρας της θεραπείας του εμβολιασμένου πολίτη, χωρίς να χρειάζεται -για τον ίδιο πολίτη- έκδοση πιστοποιητικού νόσησης.

Η τεχνική, αυτή, επιπλοκή έγκειται στο γεγονός ότι τα πιστοποιητικά εμβολιασμού ισχύουν πανευρωπαϊκά, οπότε είναι δύσκολο ναεξευρεθεί κοινή λύση για όλα τα κράτη -μέλη, ενώ υπεισέρχεται και ο ατομικός παράγοντας, καθώς δεν απαιτείται το ίδιο διάστημα αποθεραπείας για όλους τους πολίτες.

Τι θα γίνει στον δημόσιο τομέα  

Εκτός από τη διευθέτηση των αναγκών που παρουσιάστηκαν στα πιστοποιητικά εμβολιασμού, με υψηλές ταχύτητες προετοιμάζεται η κυβέρνηση και για ένα ενδεχόμενο κύμα νοσηλειών του προσωπικού στο Δημόσιο, εξαιτίας της παραλλαγής «Omicron».

Προλειαίνοντας το έδαφος, οριζόντια οδηγία προς όλα τα Υπουργεία απέστειλε στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας το Υπουργείο Εσωτερικών, καλώντας τις διοικήσεις τους να συντάξουν «έκτακτο πλάνο» λειτουργίας για το σύνολο των δημόσιων δομών και υπηρεσιών με στόχο «τη δημιουργία εφεδρείας ανθρώπινων πόρων», έχοντας ταυτόχρονα εδραία την πεποίθηση ότι οι «επιπτώσεις από τον κορωνοϊό σε ό,τι αφορά τους ανθρώπινους πόρους θα βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες» το επόμενο διάστημα.

Ανάλογα με το αντικείμενο, αλλά και την έκταση των μολύνσεων στα στελέχη τους από την νέα παραλλαγή, σε υψηλή ετοιμότητα παραμένουν οι περισσότερες κρατικές δομές τις τελευταίες ώρες, έχοντας επιφορτιστεί με τη διαχείριση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να μην υπάρξουν ελλείψεις και… ρολά, σε κρίσιμες υπηρεσίες για τον πολίτη.

Έπεσαν λίγο τα κρούσματα στην αστυνομία 

Στην περίπτωση της Ελληνικής Αστυνομίας, εμφανίζεται τις τελευταίες ώρες πτωτική τάση, αφού τα κρούσματα υποχώρησαν από 2.000 σε 1.984 (την περασμένη Παρασκευή), ενώ οι νοσηλείες ανήλθαν σε 22, γεγονός που δεν επηρεάζει, κατά τους επιτελείς της, την αδιάλειπτη λειτουργία των κρίσιμων υπηρεσιών της.

Σε περίπτωση, ωστόσο, που τα κρούσματα πολλαπλασιαστούν, τότε θα επιφορτιστεί με λίγο περισσότερο έργο το υπάρχον αστυνομικό προσωπικό, καθώς ο αριθμός των ενεργών κρουσμάτων αντιστοιχεί μόλις στο 3,5% του προσωπικού του Σώματος.

Στην Κατεχάκη, «διαβάζουν» ως σημαντικό στοιχείο για την επίδραση της πανδημίας στην ΕΛ.ΑΣ τον μικρό αριθμό νοσηλευόμενων αστυνομικών αναλογικά με τον συνολικό αριθμό των κρουσμάτων, ο οποίος αποδίδεται στο υψηλό ποσοστό εμβολιασμού των στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. Στα θετικά στοιχεία προσμετράται ακόμη η βραχεία νοσηλεία όσων αστυνομικών νόσησαν τις προηγούμενες ημέρες από την παραλλαγή

Πάση θυσία ανοιχτές οι υπηρεσίες

Σε κατάσταση επιφυλακής έχει θέσει το Δημόσιο ο Υπουργός Εσωτερικών, Μάκης Βορίδης, προκειμένου να κρατήσει πάση θυσία ανοιχτές υπηρεσίες που κρίνονται κρίσιμες για τη λειτουργία του και την εξυπηρέτηση πολιτών, σε περίπτωση που αυτές πληγούν από αυξημένες νοσήσεις υπαλλήλων.

Εκτός από την οδηγία για την κατάρτιση ενός εναλλακτικού σχεδίου δράσης από όλα τα Υπουργεία στα μέσα της εβδομάδας, ο κ. Βορίδης αύξησε παράλληλα το ποσοστό των υπαλλήλων που μπορούν να τηλεργαστούν στο 50% μέχρι και τις 17 Ιανουαρίου, σύμφωνα με το πλάνο εργασιών που έχει καταρτίσει η κάθε δημόσια υπηρεσία, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της, τη φύση των καθηκόντων και τις ομάδες αυξημένου κινδύνου, ώστε να αποφευχθούν συνθήκες συγχρωτισμού, ενώ ταυτόχρονα να υφίστανται εφεδρείες σε όρους ανθρωπίνων πόρων.

Πέραν αυτών, η ηγεσία του ΥΠΕΣ παρακολουθεί στενά την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις που προκαλεί στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, καθώς σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, θα υπάρξουν περαιτέρω παρεμβάσεις, με πρώτες τις «υπηρεσίες αιχμής», δηλαδή αυτές που έρχονται σε μεγαλύτερη επαφή με το κοινό.