Πέρασε η εποχή των τζαμπανάδων. Με την ονομασία αυτή οι αμπελουργοί εννοούν τα υπόλοιπα των σταφυλιών, που βρίσκονται στα αμπέλια, γλυκονόστιμα, σταφιδιασμένα και γενικώς ανεκμετάλλευτα, αφού η εμφάνιση τους σε τσαμπιά βρώσιμων ρωγών, δεν κρίνεται κατάλληλη για τους περισσότερους καταναλωτές.

 

Εντυπώσεις του Νίκου Βολωνάκη

από τα αμπέλια της Λήμνου

 

Αυτή  την εβδομάδα έληξε η γιορτή των τζαμπανάδων, που σημαίνει ότι συγκεντρώθηκαν τα τελευταία κοφίνια με τις μαραγκιασμένες -ξαναλέω όλο γλυκές- ρώγες, στα οινοποιεία των συνεταιρισμών για οινοποίηση. Τουλάχιστον, αυτό έγινε στην φημισμένη για το καλό κρασί της, νήσο Λήμνο.
Παρά τα πολλαπλά προβλήματα που έχουν οι οινοπαραγωγοί της χώρας, με μείζον τον ειδικό φόρο του κρασιού, που ακύρωσε πριν λίγες μέρες το Συμβούλιο της Επικράτειας, δεχόμενο το σχετικό αίτημα των εκπροσώπων του κλάδου από τις αρχές του 2016. Υπάρχουν όμως και αλλά υψηλά εμπόδια, όπως πχ οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις των παραγωγών, οι φορολογικές επιβαρύνσεις, η παραοικονομία στη διακίνηση οινικών προϊόντων, που δεν είναι εύκολο να υπερπηδηθούν.. Ευτυχώς, που η γη και ο καιρός αποδείχθηκαν σύμμαχοι. Γιατί, φέτος η σοδειά ήταν καλή και ποιοτική.
Η Λήμνος περιμένει τώρα να διαπιστώσει την αύξηση της παραγωγής και με βάση την εξαιρετική ποιότητα του μοσχάτου Αλεξάνδρειας που διαθέτει, θα δει πάλι τα προϊόντα της να κάνουν από ψηλά νεύματα υπεροχής.
Ένα τελευταίο απόκτημα της κάβας του νησιού είναι το «Ταξιδι στη Λημνο», παραγωγής 2017, με έντονη γεύση του μοσχάτου, ένα λευκό ξηρό κρασί και επιπλέον βιολογικής καλλιέργειας. Από ένα μικρό οινοποιείο των Σαββόγλου – Τσιβόλα, που εμφιαλώθηκε σε 14.000 φιάλες. Από τον ουρανίσκο και στου Βάκχου το αυτί…Τέτοια
αγαλλίαση!
Και μια και αναφέραμε τον Βάκχο με τις τσιριμόνιες του, τα ηδύποτα και τις νύχτες των οργίων που ακολουθούσαν, θα σημειώσουμε τι έγραφαν οι εφημερίδες -τέτοια εποχή- πριν 100 χρόνια. «Η μεγαλοπρεπής μεταφορά του μούστου εξακολουθεί από τους αμπελώνες στα τοπικά εργοστάσια. Όλη τη νύκτα οι δρόμοι αντηχούν από τον κρότον  των βραδέως κινουμένων κάρων. Εφέτος, αντί να μεταφέρουν τον μούστον εις Βούτσια, φορτώνουν εις τα κάρα τα βαρέλια, τα οποία κομίζονται ούτω γεμάτα εις τα υπόγεια. Ο θαυμάσιος καιρός επινοηθεί μεγάλωσε τον τρυγόνια και την μεταφοράν του μούστου, του οποίου η ποιότης εφέτος είναι περίπου διπλάσια από την περυσινήν. Και όμως, οι οινοφλυγες με βαθείαν μελαγχολίαν πληροφορούνται ότι όχι μόνον δεν θα έχομεν φθηνότερα την ρετσίνα, αλλά και ακριβότερα εφέτος. Παρηγορούνται εν τούτοις από την προμηνυομένην εξαίρετον ποιότητα.»