Στα χωριά μας τις Απόκριες γινόταν κάθε χρόνο μεγάλο ξεφάντωμα. Δεν ήταν οργανωμένες καρναβαλικές εκδηλώσεις, αλλά ο κόσμος γλεντούσε αυθόρμητα σε παρέες, σε σπίτια και σε καφενεία με χιουμοριστικά σκετς και άλλες πλάκες.

Εμείς (τα παιδιά) γυρνούσαμε στους δρόμους κρατώντας κάλτσες γεμάτες με στάχτη και “χτυπούσαμε” όποιον περνούσε δίπλα μας. Το βράδυ οι “μπούλες”, όπως έλεγαν τους μασκαρεμένους, γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και έστηναν πρόχειρες αστείες ιστορίες με νύφες και γαμπρούς, που συνήθως ήταν ανίκανοι, γι αυτό η νύφη φλέρταρε με τον νοικοκύρη…

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

Μετά τις πρώτες νυχτερινές διαδρομές άρχιζε το έθιμο του “καλώς να σ΄εύρω”, που εμπεριείχε το στοιχείο της συγχώρεσης και της συγγνώμης.

Οι άντρες του σπιτιού έβγαιναν στα παράθυρα και φώναζαν μέσα στη νύχτα προς κάποιους συγχωριανούς φίλους τους ή και πρόσκαιρους εχθρούς, λέγοντας π.χ.

“Ωωωωω ρε Γιώργο Τριτσιμπίδα….”

Ο Γιώργος άκουγε από το σπίτι του, που ήταν παρακάτω αλλά περίμενε λίγο πριν απαντήσει. Ο άλλος ξαναφώναζε:

“Ωωωω ρε Γιώργο Τριτσιμπίδα….”

Κάποια στιγμή απαντούσε ο Γιώργος:

“Εεε ορέ….”

“Καλώς να σ΄εύρω….”

Αν ο άλλος έδινε συγχώρεση απαντούσε:

“Καλώς να ρθεις….”

Τότε ο πρώτος έριχνε πυροβολισμούς στον αέρα. Και ο άλλος απαντούσε με τον ίδιο τρόπο. Μέσα στη νύχτα και καθώς πολλά ζευγάρια φίλων ή “εχθρών” τηρούσαν το έθιμο γινόταν πάταγος από τους πυροβολισμούς και αντηχούσαν οι γύρω λαγκαδιές.

Σε λίγη ώρα με ένα μπουκάλι κρασί συναντιόντουσαν οι χωριανοί και έδιναν τα χέρια, γλεντώντας και τραγουδώντας. Τα άσματα ήταν συνήθως πιπεράτα, καθώς το βράδυ της Αποκριάς όλα επιτρέπονταν.

Το σκοτάδι, ο αστυνόμος και η Γκόλφω

Μερικά χρόνια αργότερα το έθιμο με τα όπλα πήρε μεγαλύτερη έκταση. Οι άντρες και οι νεαροί πάνω από 15 χρονών σχημάτιζαν μια ομάδα και αναπτύσσονταν ο ένας δίπλα στον άλλο με τις καραμπίνες στην άκρη του ενός οικισμού του χωριού.

Το ίδιο έκαναν και οι άντρες στον άλλο οικισμό, που απείχε περίπου 500 μέτρα. Οι δύο οικισμοί χωρίζονταν από μια κοιλάδα (λαγκαδιά).

Και κάποια στιγμή άρχιζαν οι προσφωνήσεις μέσα στη νύχτα:

“Ωωωωω ρε Μήτσο  ….. ”

Απαντούσε ο άλλος:

“Εεεε ορέ…”

“Καλώς να σ΄εύρω…”

Και άρχιζε το ντουφεκίδι. Χαμός για μια – δυο ώρες έπεφταν εκατοντάδες φυσίιγγια. Βέβαια τα σκάγια έφταναν κρύα στον απέναντι οικισμό και δεν υπήρχε κίνδυνος τραυματισμών.

Μια χρονιά ένας νεαρός, άπειρος περί τα όπλα και μεγαλωμένος σε μεγάλη πόλη, πήρε μια καραμπίνα και άρχισε να ρίχνει μαζί  με τους άλλους, αλλά σε ένα σημείο λίγο παραπάνω. Κάποια στιγμή και ενώ αυτός πυροβολούσε, πέφτει ξαφνικά σκοτάδι στο χωριό.

Ο άπειρος νεαρός είχε “γαζώσει” τα καλώδια της ΔΕΗ, που μέσα στη νύχτα δεν τα είχε δει. Σκοτάδι παντού και στους δυο οικισμούς. Σκοτάδι και στο διπλανό χωριό. Όλοι εμείς, η παρέα με τα όπλα, καταλάβαμε τι είχε συμβεί αλλά τηρούσαμε σιγήν ιχθύος.

Κατευθυνθήκαμε στο καφενείο του χωριού, ανάψαμε ένα “Λούξ” και αρχίσαμε να κουτσοπίνουμε λίγο μουδιασμένοι.

Σε λίγη ώρα χτυπάει το τηλέφωνο του καφενείου. Το σηκώνει η ιδιοκτήτρια κυρά Γκόλφω, που την ακούμε να λέει:

“Εγώ κυρ αστυνόμε μ΄δεν άκσα τίπουτα…”

Και το επαναλάμβανε κάθε τόσο: “Δεν άκσα τίπουτα σ΄λέω….”

Σε μισή ώρα περίπου έξω από το καφενείο σταματάει ένα τζιπάκι της αστυνομίας. Κατεβαίνει  ένας λεπτός μετρίου αναστήματος αστυνόμος και κατευθύνεται προς την είσοδο. Μπαίνει με πολύ τσαμπουκά και νεύρα:

“Λοιπόν κυρά Γκόλφω δεν άκουσες τίποτα;”

“Όχι κυρ αστυνόμε μ’ , δεν άκσα…”

“Εδώ ο Λέος από τον απέναντι οικισμό μου είπε ότι έριχναν ντουφεκιές όλη νύχτα. Και ξέρεις τι άλλο μου είπε; Ότι με τόσες ντουφεκιές, που έριξαν θα είχαμε πάρει τα Σκόπια και θα φτάναμε μέχρι την Αδριανούπολη.”

Η κυρά Γκόλφω μένει για λίγο αμήχανη και μετά απαντάει:

“Ακ να σπω κυρ αστυνόμε μ… Εγώ δεν έγινα ρουφιάνα στα νιάτα μ, θα γίνου στα γιράματά μ΄;”

Άναυδος ο αστυνόμος. Τον φωνάζουμε εμείς να έρθει στο τραπέζι και τον κερνάμε λίγο κρασί και μεζέ, που μόλις είχε βγει από την σούβλα. Δοκιμάζει τον μεζέ, αλλά σταματάει για λίγο. Τον φυσάει και δεν κρυώνει….