Οι γιατροί του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών  (ΕΚΠΑ) επισημαίνουν ότι καθώς προχωράμε προς τον χειμώνα είναι υπαρκτή η απειλή μιας «τριπλής επιδημίας», όταν δηλαδή εμφανίζονται ταυτόχρονα κρούσματα COVID-19, γρίπης και αναπνευστικού συγκυτιακού ιού (RSV).

Σε αυτό το πλαίσιο, τα Κέντρα Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) συγκρότησαν προσφάτως μια επιτροπή ειδικών με σκοπό να προσδιοριστούν οι τρόποι αντιμετώπισης των τριών ιών.

Η Δρ Mandy Cohen, διευθύντρια των CDC, επισήμανε την αξία του εμβολιασμών έναντι των αναπνευστικών ιών για την πρόληψη των λοιμώξεων. Όλα τα άτομα άνω των 6 μηνών πρέπει να εμβολιάζονται με το εμβόλιο κατά της γρίπης και να λαμβάνουν αναμνηστική δόση με το εμβόλιο κατά του SARS-CoV-2. Οι έγκυες γυναίκες και οι ενήλικες άνω των 60 ετών πρέπει επίσης να εμβολιάζονται κατά του RSV. Για όλους τους εμβολιασμούς, ο μήνας Οκτώβριος είναι η καλύτερη χρονική στιγμή ώστε να αποτραπεί η λοίμωξη κατά την επερχόμενη αύξηση

Ο Δρ. Δημήτρης Δασκαλάκης, αναπληρωτής διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Ανοσοποίησης και Αναπνευστικών Νόσων (NCIRD), δήλωσε ότι η συγχορήγηση του εμβολίου έναντι του RSV μαζί με τα εμβόλια έναντι της γρίπης και της COVID-19 είναι απολύτως αποδεκτή. Παράλληλα, τόνισε ότι είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι υπάρχει σημαντική αλληλεπικάλυψη μεταξύ των καταστάσεων που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για σοβαρή γρίπη και COVID-19, καθώς και εκείνων που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για σοβαρή νόσο RSV.

Σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες συστάσεις των CDC για τους εμβολιασμούς, αν κάποιος έχει λάβει πρόσφατα την τελευταία δόση εμβολίου COVID-19, θα πρέπει να περιμένει 2 μήνες προτού λάβει το επικαιροποιημένο εμβόλιο COVID-19. Αν κάποιος έχει νοσήσει από COVID-19, μπορεί να περιμένει έως και 3 μήνες για να λάβει το επικαιροποιημένο εμβόλιο.

Αναγκαίος ο αντιγριπικός εμβολιασμός

Ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι ετήσιος και αφορά ομάδες υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσηση, κλειστές ομάδες πληθυσμών και ειδικές επαγγελματικές κατηγορίες. Όπως σημειώνει και ο Δρ Δασκαλάκης, τα άτομα σε ανοσοκαταστολή ενδέχεται να λάβουν περισσότερες αναμνηστικές δόσεις, ανάλογα με τις συμβουλές του θεράποντος ιατρού.

Όσον αφορά στον ιό RSV στα βρέφη, ο Δρ Δασκαλάκης επεσήμανε ότι όλα τα μωρά πληρούν τις προϋποθέσεις για λήψη nirsevimab, μια θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα για προστασία έναντι του RSV. Ένας άλλος τρόπος προστασίας των νεογέννητων και βρεφών είναι ο εμβολιασμός των εγκύων στις 32-36 εβδομάδες της κύησης.

Όλοι οι ειδικοί ωστόσο, συμφώνησαν ότι η ταχύτητα είναι το κλειδί για τη θεραπεία. Η έγκαιρη έναρξη ειδικής αντι-ιικής αγωγής σύμφωνα με τις οδηγίες του οικογενειακού/θεράποντος ιατρού, όπως ο συνδυασμός νιρματρελβίρης/ριτοναβίρης για τη νόσο COVID-19 ή τα αντι-ιικά έναντι του ιού της γρίπης όπως η οσελταμιβίρη είναι ζωτικής σημασίας τόσο για το άτομο που νοσεί όσο και για την προστασία του οικογενειακού και κοινωνικού περίγυρου από τη μόλυνση.

Προστασία από επαναμολύνσεις

Τα νεότερα δεδομένα από μελέτη που ανακοινώθηκε  στο Lancet για την προστασία από επαναμόλυνση ανέλυσαν οι ιατροί του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλουν Γιάννης Ντάνασης, Μαρία Καπαρέλου και Δέσποινα Φωτίου, εξηγώντας ότι  σε αυτήν τη συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση, καταγράφηκε η αποτελεσματικότητα της προηγούμενης μόλυνσης ανά έκβαση (λοίμωξη, συμπτωματική ασθένεια και σοβαρή ασθένεια), υποπαραλλαγή και χρόνο μετά τη μόλυνση.  Συνολικά αξιολογήθηκαν 65 μελέτες από 19 διαφορετικές χώρες.

Οι μετα-αναλύσεις έδειξαν ότι η προστασία από παλαιότερες λοιμώξεις και οποιαδήποτε συμπτωματική ασθένεια ήταν υψηλή για τις άλφα, βήτα και δέλτα παραλλαγές, αλλά ήταν σημαντικά χαμηλότερη για την υποπαραλλαγή BA.1 omicron. Η αποτελεσματικότητα κατά της επαναμόλυνσης από την υποπαραλλαγή BA.1 omicron ήταν 45,3% και 44,0% έναντι του omicron ΒΑ.1 συμπτωματικής νόσου.

Η προστασία από επαναμόλυνση από άλφα και δέλτα παραλλαγές μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου αλλά παρέμεινε στο 78,6% στις 40 εβδομάδες. Η προστασία έναντι της επαναμόλυνσης από την υποπαραλλαγή του omicron BA.1 μειώθηκε ταχύτερα και υπολογίστηκε σε 36,1% στις 40 εβδομάδες. Από την άλλη πλευρά, η προστασία από σοβαρές ασθένειες παρέμεινε υψηλή για όλες τις παραλλαγές, με 90,2% για τις άλφα και δέλτα παραλλαγές και 88,9% για το omicron BA.1 στις 40 εβδομάδες.

Με λίγα λόγια, η προστασία ήταν σημαντικά χαμηλότερη για την υποπαραλλαγή Omicron BA.1 και μειώθηκε πιο γρήγορα με την πάροδο του χρόνου από ό,τι η προστασία έναντι προηγούμενων παραλλαγών. Η προστασία από σοβαρή νόσηση ήταν υψηλή για όλες τις παραλλαγές. Ενώ, η ανοσία που παρέχεται από προηγούμενες λοιμώξεις θα πρέπει να σταθμίζεται παράλληλα με την προστασία από τον εμβολιασμό, την κατάσταση υγείας του ατόμου καθώς και την ηλικία του ή την ανοσολογική του κατάσταση.